- κόζι
- το(για ένα είδος χαρτοπαιγνίου) το καλύτερο χαρτί, αλλ. ατού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. koz].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόζι — το (λ. τουρκ.), σε χαρτοπαίγνιο το ατού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
coz — adv. (reg.; după adjective ca frumoasă, mândră) Din cale afară, extrem de..., foarte. Frumoasă coz. – Din tc. koz. Trimis de LauraGellner, 30.07.2004. Sursa: DEX 98 COZ s. v. atu. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime coz adv., s … Dicționar Român
ατού — το (λ. γαλλ.) 1. κάθε χαρτί της τράπουλας από τη σειρά που κάθε φορά, ύστερα από συμφωνία των παιχτών, νικά τις τρεις άλλες, το κόζι: Τα ατού είναι κούπες. 2. δυνατό επιχείρημα: Χρησιμοποίησε και το τελευταίο του ατού. 3. μέσο επιτυχίας: Για μια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)